- παρανεάτη
- ἡ, ΜΑβλ. παρανήτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρανήτη — ή, ΝΜΑ, και παρανεάτη Α μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων τής κλίμακας) η τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νεάτη / νήτη «η κατώτατη χορδή»] … Dictionary of Greek